χρονογραφικός

χρονογραφικός
η , ό[ν]
1) относящийся к фельетону; 2) хроникальный, относящийся к хронике (в разн. знач ); летописный (ист. ); 3) физ. хронографический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χρονογραφικός" в других словарях:

  • χρονογραφικός — ή, ό, Ν [χρονογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρονογράφο ή στην χρονογραφία. επίρρ... χρονογραφικώς και χρονογραφικά Ν χωρίς βαθύτερη αιτιολογία, ερμηνεία ή ιδιαίτερο σχολιασμό …   Dictionary of Greek

  • χρονογραφικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρονογραφία, στο χρονογράφο ή στο χρονογράφημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρονογραφικά — Ν επίρρ. βλ. χρονογραφικός …   Dictionary of Greek

  • ԺԱՄԱՆԱԿԱԳԻՐ — (գրի, բաց.) NBH 1 0828 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 8c, 9c, 12c, 13c ա.գ. χρονογράφος chronographus, temporum seu annalium scriptor Մատենագիր ժամանակաց կամ քրոնիկոնի. գրիչ պատմութեանց ըստ համեմատութեան ժամանակաց դարուց ʼի դարս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԺԱՄԱՆԱԿԱԳՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0828 Chronological Sequence: Early classical, 12c ա. χρονογραφικός, χρονικός chronographicus, chronicus χρονολογικός ad temporum rationem pertinens Որ ինչ անկ է ժամանակագրութեան. պատմանկան եւ տոմարական. *կամակարագոյնս նաւիցիմք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»